Απόσπασμα από συνέντευξη που παραχώρησε ο Σταύρος Ξαρχάκος την 18/09/2023 στον Βλάση Κωστούρο για την “Καθημερινή”:
Βλάσης Κωστούρος: Κύριε Ξαρχάκο, νιώθω το άγχος σας όσο υπάρχει ανάμεσά μας αυτό το κασετοφωνάκι. Ξέρω ότι δεν συνηθίζετε να δίνετε συνεντεύξεις. Έχετε δώσει ελάχιστες. Γι’ αυτό και σας ευχαριστώ εκ των προτέρων που αποδεχθήκατε την πρόσκλησή μας.
Σταύρος Ξαρχάκος: Όχι μόνο δεν το συνηθίζω, δεν το επιθυμώ. Ας πούμε ότι τώρα κάνω μια εξαίρεση.
Βλάσης Κωστούρος: Δεν πιστεύετε ότι είναι κάπως ωφέλιμο να ξέρουμε τι σκέφτεστε;
Σταύρος Ξαρχάκος: Νομίζω ότι ο κόσμος με έχει καταλάβει πολύ καλά μέσα από το έργο μου. Τι άλλο να πω εγώ; Αν θέλει κάποιος να με κατανοήσει, ας έρθει να με δει σε μια συναυλία μου.
Βλάσης Κωστούρος: Τι νιώθετε σήμερα, στα 84 σας χρόνια, ανεβαίνοντας ακόμα στη σκηνή; Σας έβλεπα τις προάλλες στο Ρεμπέτικο στο Ηρώδειο και ζήλεψα την ενέργειά σας.
Σταύρος Ξαρχάκος: Κοιτάξτε, δεν αλλάζει το συναίσθημά μου κάθε φορά που ανεβαίνω στη σκηνή, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αυτό που νιώθω παραμένει αναλλοίωτο. Είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό που ένιωθα τα πρώτα χρόνια της πορείας μου. Ένα είδος φοβίας που με πείθει ακόμα ότι έχω ξεχάσει τα πάντα. Έχω ακόμα τρακ, κι ευτυχώς που το έχω! Αυτή η μικρή διαδρομή από τα καμαρίνια ως τη σκηνή δεν ξέρετε πόσο ατελείωτη μου φαντάζει ακόμα.
Βλάσης Κωστούρος: Κι όταν βγαίνετε και βλέπετε απέναντί σας τόσους νέους να κατακλύζουν τις συναυλίες σας, πώς νιώθετε; Διαχρονικός;
Σταύρος Ξαρχάκος: Ειλικρινά δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτό το πράγμα. Μου είναι τρομερά ευχάριστο να βλέπω νέους ανθρώπους στις συναυλίες μου, κι όχι μόνο εκείνους που θα έρθουν μετά στα παρασκήνια και θα μου πουν: «Μεγάλωσα με τα τραγούδια σας». Είναι και μιας κάποιας ηλικίας όλοι αυτοί, έτσι; Η επαφή του έργου μου με ένα νεαρό κοινό μού φαίνεται συγκινητική και ανεξήγητη.
Βλάσης Κωστούρος: Ίσως έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον να έρθει κάποιος νέος και να σας πει: «Ξέρετε, δεν γνώριζα ότι έχετε γράψει εσείς αυτό το τραγούδι, αλλά είναι σαν να το ξέρω από πάντα». Στο Ηρώδειο, δίπλα μου, καθόταν ένας εικοσάρης. Όταν άκουσε το Δίχτυ, σχεδόν βούρκωσε λέγοντας στον διπλανό του: «Αυτός λοιπόν το έγραψε!».
Σταύρος Ξαρχάκος: Εδώ να σας πω ότι μου έχει τύχει να μου δοθούν συγχαρητήρια και για τραγούδια που δεν έχω γράψει! Έχει μια πλάκα όλο αυτό. Νομίζω, όμως, ότι η απάντηση στο ερώτημά σας έχει να κάνει με τη διαχρονικότητα ενός έργου τέχνης. Τι κάνει διαχρονικό ένα τραγούδι; Η διαδρομή του μέσα στον χρόνο και μέσα στον κόσμο. Η αποδοχή του μέσα στον χρόνο συντηρεί την αντοχή του. Κάθε έργο τέχνης, όχι μόνο ένα τραγούδι, έχει μπροστά του μια διαδρομή. Το μέγεθος της αντοχής του μέσα σ’ αυτή τη διαδρομή συνιστά και το μέγεθος της διαχρονικότητάς του.
Βλάσης Κωστούρος: Εσείς δώσατε στα τραγούδια σας αυτή την αντοχή.
Σταύρος Ξαρχάκος: Εγώ δεν καταλάβαινα κάτι τέτοιο.
Βλάσης Κωστούρος: Όταν γράφατε, ας πούμε, τα τραγούδια του Ρεμπέτικου, δεν αισθανόσασταν ότι τους δίνετε αυτή την αντοχή στον χρόνο;
Σταύρος Ξαρχάκος: Σε καμία περίπτωση. Δεν γίνεται όταν δημιουργείς κάτι να έχεις στο μυαλό σου το ζήτημα της διαχρονικότητας.
Βλάσης Κωστούρος: Τι είχατε στο μυαλό σας, λοιπόν;
Σταύρος Ξαρχάκος: Βασική μου επιδίωξη ήταν να μου αρέσει αυτό που φτιάχνω. Και να με «πειράζει».
Βλάσης Κωστούρος: Να σας «πειράζει»;
Σταύρος Ξαρχάκος: Ναι. Εννοώ να έχει σχέση με τη ζωή και τα βιώματά μου.
Βλάσης Κωστούρος: Στο Ρεμπέτικο τι σας «πείραξε»;
Σταύρος Ξαρχάκος: Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου. Δεν μου αρέσει να τους λέω «στίχους». Προτιμώ να λέω «τα κείμενα». Σε όλα μου τα τραγούδια τα κείμενα ήταν αυτά που με οδηγούσαν. Αυτά έπρεπε να αποκωδικοποιήσω. Ξέρετε πόσο δύσκολο ήταν να αποκωδικοποιήσεις τον Γκάτσο; Αν διαβάσετε το Πρακτορείο ή το Δίχτυ, θα νιώσετε ένα συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα ήθελα να μελοποιήσω. Δεν μπορώ να σας εξηγήσω με λόγια τα συναισθήματά μου. Όσα αισθάνθηκα έγιναν μουσική. Τα ψεύτικα τα λόγια μιλάνε για πολλές προδοσίες.
Βλάσης Κωστούρος: Το γεγονός ότι το τραγουδάμε μέχρι σήμερα και νιώθουμε πάνω κάτω τα ίδια, σημαίνει ότι δεν έχει αλλάξει τίποτα στην Ελλάδα από τότε;
Σταύρος Ξαρχάκος: Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Και ιστορικά να το πάρεις. Δυστυχώς.
Βλάσης Κωστούρος: Τι φταίει και τραγουδάμε ακόμα «Ελλάδα, μάνα του καημού»;
Σταύρος Ξαρχάκος: Ακούστε, για όλα αυτά θα ήταν χρήσιμο να ρωτήσετε έναν κοινωνιολόγο. Όμως, αν θέλετε τη γνώμη μου, αυτό που μας ταλαιπωρεί είναι η κοινωνικοπολιτική μας κυκλοθυμία. Ζούμε υπό το κράτος –ας μου επιτραπεί ο όρος– μιας ελευθεριάζουσας δημοκρατίας. Με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Φυσικά αυτό δεν είναι τωρινό. Είναι απόρροια δεκαετιών. Βεβαίως, σήμερα δείχνει το πράγμα να έχει φτάσει σε ακραία φαινόμενα, όπως αυτό το εντελώς φρικιαστικό που είδαμε να συντελείται πριν από λίγες ημέρες στο λιμάνι του Πειραιά. Αυτό το «Ελα, μωρέ, εντάξει τώρα, δεν τρέχει τίποτα» είναι… Δεν ξέρω πώς να το χαρακτηρίσω, ειλικρινά. Θα πω κάτι κλισέ: όλα είναι θέμα παιδείας. Η παιδεία όμως δεν έρχεται σαν από μηχανής θεός. Εγώ μεγάλωσα στα χρόνια μετά τον Εμφύλιο και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι νέοι άνθρωποι τότε είχαν άλλες ανάγκες. Δεν είχαν μόνο την ανάγκη να βρουν μια εργασία. Υπήρχε και η ανάγκη της μάθησης. Οι νέοι της εποχής μου διάβαζαν. Δεν θυμάμαι σπίτι χωρίς βιβλιοθήκη, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα χωριά. Υπήρχε μια δίψα για γνώση. Σήμερα έχουμε μια άλλη ιστορία που λέγεται διαδίκτυο. Ας μην την πιάσουμε αυτή την ιστορία.
Βλάσης Κωστούρος: Ας την πιάσουμε.
Σταύρος Ξαρχάκος: Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια παρένθεση;
Βλάσης Κωστούρος: Φυσικά.
Σταύρος Ξαρχάκος: Αναρωτιέμαι. Ποιο είναι το επίτευγμα του διαδικτύου και του Facebook και όλων αυτών των μέσων –πείτε τα όπως θέλετε– όταν βλέπεις να συντελείται εκεί μέσα όλο αυτό το λαϊκό δικαστήριο και κουτσομπολιό. Όλο αυτό το μπούλινγκ. Η σύζυγός μου, ας πούμε, η Ηρώ Σαΐα, έχει υποστεί τρομερό μπούλινγκ για τη σχέση μας εκεί μέσα. Και, ειλικρινά, αδυνατώ να καταλάβω το γιατί. Ένα μπούλινγκ τρομερά ανήθικο, από ανθρώπους που ούτε μας ξέρουν ούτε τους ξέρουμε. Αυτό είναι, άραγε, το επίτευγμα του σήμερα; Το επίτευγμα της εποχής μας είναι ότι κάποιος που είναι το απόλυτο «τίποτα» ξαφνικά γίνεται «κάτι», κι αυτό το «κάτι» έρχεται να σχολιάσει επί παντός επιστητού; Ειλικρινά, επιτρέψτε μου να μην κατανοώ όλη αυτή τη συνθήκη. Είμαι συνειδητά εκτός από όλα αυτά τα μέσα. Δεν ξέρω αν είναι ζωή να ασχολείσαι με τη ζωή του άλλου.
Βλάσης Κωστούρος: Η Ηρώ είναι ο «άνθρωπός σας»; Όλοι ψάχνουμε τον «άνθρωπό μας» στη ζωή, έτσι δεν είναι;
Σταύρος Ξαρχάκος: Έτσι είναι. Και η Ηρώ αξίζει όλα τα εύσημα. Η οικογένειά μας, τα δύο μας μικρά παιδιά, με έχουν αλλάξει ως χαρακτήρα. Χρωστάω πολλά στην Ηρώ, και το λέω δημόσια, γιατί οφείλουν κάποια πράγματα να μπουν στη θέση τους. Είμαι πανευτυχής που έχω αυτή την οικογένεια. Το επίτευγμά μου είναι αυτό. Ξέρετε, κάποτε κάποιος με είχε ρωτήσει αν έχω γράψει ποίηση. Του είπα: «Ναι, έχω γράψει. Τα δύο ομορφότερα ποιήματά μου είναι τα δύο εφτάχρονα, πλέον, παιδιά μου».
Βλάσης Κωστούρος: Είναι η αισιοδοξία σας;
Σταύρος Ξαρχάκος: Ακριβώς. Όπως το είπατε. Τα παιδιά μου είναι η αισιοδοξία μου για το μέλλον. Τελικά, είμαι ένας αισιόδοξος άνθρωπος, με τις δυσκολίες του, αλλά αισιόδοξος. Στα 77 μου είχα την ευλογία να κάνω δύο παιδιά. Τι άλλο να ζητήσω;
Βλάσης Κωστούρος: Αυτή είναι η ομορφότερη περίοδος της ζωής σας;
Σταύρος Ξαρχάκος: Κάθε εποχή έχει τις ευκολίες και τις δυσκολίες της. Μη με ρωτάτε τι νιώθω για το ένα και τι για το άλλο. Δεν μπορώ να βάζω τίτλους. Ακούστε. Η ζωή είναι όσα βιώνουμε καθημερινά. Τίποτε άλλο.
Βλάσης Κωστούρος: Καταλαβαίνω ότι η σχέση σας με τον χρόνο δεν είναι αριθμητική.
Σταύρος Ξαρχάκος: Καθόλου αριθμητική. Αν αρχίσεις να μετράς τον χρόνο με τα καλοκαίρια, είσαι χαμένος. Να αρχίσεις, δηλαδή, να σκέφτεσαι πόσα καλοκαίρια σού απομένουν. Εγώ δεν τον μετράω τον χρόνο. Το θεωρώ γρουσουζιά. Ο χρόνος με μετράει, κι αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.
Βλάσης Κωστούρος: Η μουσική που ακούτε σήμερα πώς σας φαίνεται;
Σταύρος Ξαρχάκος: Πάντα στη μουσική θα γεννιούνται υπέροχα πράγματα κι άλλα που δεν έχουν λόγο για να σε αφορούν. Θα σας πω, όμως, κάτι. Αυτό που συμβαίνει γύρω σου και θες να το κάνεις τραγούδι οφείλεις πάντα να το σχολιάζεις με ήθος. Πιστεύω ότι ο κόσμος δεν είναι άμοιρος πνευματικών επιλογών.
Βλάσης Κωστούρος: Θέλετε να μου το εξηγήσετε αυτό;
Σταύρος Ξαρχάκος: Όσοι μεγάλωσαν και γαλουχήθηκαν με την τηλεόραση, για μένα, είναι άμοιροι πνευματικών επιλογών. Ας μην επεκταθούμε.
Βλάσης Κωστούρος: Την επανάστασή σας πότε την κάνατε;
Σταύρος Ξαρχάκος: Δεν ξέρω αν την έκανα ποτέ. Ισως όταν ζήτησα ένα πιάνο. Ημουν άτακτος έφηβος, καθόλου καλός μαθητής. Η διαγωγή μου ήταν η πιο χαμηλή. Οι αποβολές έρχονταν η μία πίσω από την άλλη. Και τότε, ξέρετε, έπιπτε ράβδος! Η συμφωνία με τους γονείς μου ήταν να βγάλω το Γυμνάσιο και μόνο τότε θα μου αγόραζαν ένα πιάνο. Τότε δεν ήταν και πολύ ωραίο να λες ότι θέλεις να γίνεις μουσικός. Το είχαν στο μυαλό τους ως κάτι το περιθωριακό.
Βλάσης Κωστούρος: Τι σας καθόρισε στη ζωή σας;
Σταύρος Ξαρχάκος: Μα, τι ερώτηση είναι αυτή; Ποιος ξέρει τι είναι αυτό που τον καθορίζει στη ζωή; Είναι άπειρα και ανεξιχνίαστα τα πράγματα που μπορεί να παίξουν έναν ρόλο στη μετέπειτα διαδρομή σου. Εγώ είχα μια γιαγιά με καταγωγή από τη Ζάκυνθο που έπαιζε ωραία κιθάρα, ήξερε όλες τις άριες και τις όπερες απέξω κι ανακατωτά και μου τις μάθαινε. Ναι, αυτό ίσως με καθόρισε.
Επειτα, επειδή είχα μια αγάπη στην Εκκλησία, υπήρξα παπαδάκι και ψάλτης. Οταν απέκτησα το πρώτο μου πικάπ, άκουγα μόνο κλασική μουσική. Ετυχε, απέναντι από το σπίτι μου στα Εξάρχεια όπου μεγάλωσα να υπάρχει μια ταβέρνα, το Μαρκόπουλο, όπου σύχναζαν οι Παναθηναϊκοί, και με γοήτευαν το ακορντεόν και το μπουζούκι που άκουγα εκεί μέσα. Με επηρέασαν πολύ τα χρόνια μου στην Αμερική, η γνωριμία μου με τον Μπερνστάιν, όσα έζησα στη σχολή της Νάντια Μπουλανζέ στη Γαλλία. Ακόμα κι αυτό που μου είπε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν τον πήγα στον τόπο καταγωγής μου, τη Βάθεια Λακωνίας, ότι οι ευθύνες μου στη ζωή είναι πολύ μεγάλες. Θα μπορούσα να πω αρκετά. Αυτό που τελικά σε διαμορφώνει είναι η σχέση που αναπτύσσεται με τους ανθρώπους που θα βρεθούν γύρω σου. Κυρίως με αυτούς που θα αναπτύξεις μια άλλου τύπου «υγρασία». Το μόνο σίγουρο είναι πως ό,τι ζεις πρέπει να το διυλίζεις.
Βλάσης Κωστούρος: Όταν κάποιος έχει ταλέντο σε κάτι, του είναι αρκετό πιστεύετε για να ξεχωρίσει;
Σταύρος Ξαρχάκος: Το ταλέντο για μένα είναι ένα ατύχημα της φύσης.
Βλάσης Κωστούρος: Ατύχημα;
Σταύρος Ξαρχάκος: Θέλω να πω, τα ταλέντα έρχονται και παρέρχονται. Δεν μου αρέσει να το λέω και ταλέντο. «Χάρισμα» είναι η σωστή λέξη. Το χάρισμα, λοιπόν, θέλει καλλιέργεια. Συχνά το χάρισμα μεταφράζεται ως ευκολία κι έχουμε δει πολλές ευκολίες που κατέληξαν στην άκρη. Ακούστε, θέλει πολλή δουλειά για να φτάσεις κάπου, ασχέτως του αν έχεις αυτό το θείο πράγμα που λέγεται χάρισμα. Από την άλλη, για να σου το χαρίζει τόσο γενναιόδωρα κάποιος, σημαίνει ότι οφείλεις να το ανταποδώσεις κάπως.
Βλάσης Κωστούρος: Αυτό είναι βάρος;
Σταύρος Ξαρχάκος: Γλυκό μου παιδί, δεν αισθάνεσαι βάρος όταν φέρεις κάτι. Όλα λειτουργούν ενστικτωδώς.
Βλάσης Κωστούρος: Σκεφτήκατε ποτέ να πείτε «τέλος» στην καλλιτεχνική σας διαδρομή; Να βάλετε μια τελεία.
Σταύρος Ξαρχάκος: Με ρωτάτε αν θέλω να πεθάνω; Προς το παρόν, όχι. Θέλω να ζήσω. Θα αποσυρθώ μόνο τη στιγμή που οργανικά θα αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να βρίσκομαι, πια, πάνω στη σκηνή. Αλλά σας είπα. Στα 77 μου έκανα παιδιά. Διανύω μια άλλου τύπου νεότητα. Τι άλλο θέλετε να σας πω; Η ενέργεια και η ζωτικότητά μου είναι στα καλύτερά τους. Τα παιδιά μου μου λένε πράγματα που με κρατάνε ζωντανό.
Βλάσης Κωστούρος: Πείτε μου κάτι από αυτά που σας λένε τα παιδιά σας, για να κλείσουμε αισιόδοξα αυτή την κουβέντα.
Σταύρος Ξαρχάκος: Η φαντασία τους είναι κάτι το ασύλληπτο για μένα. Τις προάλλες, ας πούμε, μου έλεγαν για την «Παιχνιδία», μια χώρα εκτός του δικού μας γαλαξία, όπου εκεί μπορείς μόνο να παίζεις. Άκου τώρα τι λέξη πήγαν και σκαρφίστηκαν! Παιχνιδία! Θυμάμαι, κάποια στιγμή, η Ιζόλδη έσφιγγε σφιχτά στην παλάμη της μια ακτίνα του ήλιου. Όταν την άνοιξε, μου είπε ότι η ακτίνα αυτή ήταν παγωτό. Μου περιέγραψε και τη γεύση που είχε. Θέλετε να σας πω περισσότερα; Αυτή η παιδική φαντασία, αυτή η αισιοδοξία, είναι λόγοι για να είμαι ζωντανός.
Βλάσης Κωστούρος: Και κάτι τελευταίο. Πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι που δεν κατάλαβε ποτέ κανείς από την τέχνη σας και θα θέλατε να μου το αποσαφηνίσετε τώρα;
Σταύρος Ξαρχάκος: Κάτι ξέρουν όσοι έρχονται ακόμα στις συναυλίες μου. Δεν έρχονται μόνο επειδή κουνάω τα χέρια μου. Έτσι δεν είναι; Νομίζω έρχονται γιατί κάτι αισθάνονται. Ίσως να νιώθουν ότι θα πάρουν «κάτι» μαζί τους φεύγοντας. Εγώ αυτό το «κάτι» το ονομάζω τέχνη. Είναι ευχής έργον να μπορείς να το προσφέρεις αυτό. Δεν θα αποφύγω όμως αυτό που με ρωτήσατε. Δεν πιστεύω ότι κάποιος πρέπει απαραιτήτως να μπει στα μύχια της καλλιτεχνικής μου ιδιοσυγκρασίας. Για ποιον λόγο να το κάνει; Ε, ας αφήσουμε κι ένα μυστήριο στην ατμόσφαιρα. Μην τα θέλετε όλα στο πιάτο!
Μπορείτε να βρείτε τη συνέντευξη ακολουθώντας αυτόν τον σύνδεσμο .

Φωτογραφίες: Θάλεια Γαλανοπούλου